σωρειτογενής

σωρειτογενής
-ές, Ν
(μετεωρ.) (για νέφος) αυτός που προήλθε από σωρείτη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σωρείτης + -γενής (< γένος < γίγνομαι), πρβλ. ηφαιστειο-γενής].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”